Πέρα από τείχη που κρατούν «ανεπιθύμητους» μακριά, ο κανίβαλος Τζέισον Μομόα ερωτεύεται το γεύμα του σε μια ποπ αλληγορική περιπέτεια από τη δημιουργό του «Ένα Κορίτσι Γυρίζει Σπίτι Μόνο του τη Νύχτα».
Πριν σκηνοθετήσει τον ημίγυμνο Τζέισον Μομόα στην αμερικάνικη έρημο ως κανίβαλο που ερωτεύεται το γεύμα του, η Άνα Λίλι Αμιρπούρ ήταν γνωστή για ένα από τα πιο καλτ φιλμ που έχει να επιδείξει το διεθνές φεστιβαλικό σινεμά του 21ου αιώνα.
Ασπρόμαυρο βαμπιρογουέστερν τρόμου στην περσική γλώσσα που κυκλοφόρησε ευρύτατα στους σινεφίλ κύκλους ως ένα εντελώς αξιοπερίεργο ντεμπούτο, το «Ένα Κορίτσι Γυρίζει Σπίτι Μόνο του τη Νύχτα» ήταν “το πρώτο ιρανικό βαμπίρ γουέστερν” του σινεμά (παρόλο που η ταινία είναι αμερικάνικη), και με κεφάλαια να προέρχονται κι από την πλατφόρμα Indiegogo.
Η ταινία, που κυκλοφόρησε στις αρχές του ‘14 ύστερα από μια πολυσυζητημένη πρεμιέρα στο Σάντανς, διαδραματίζεται στην ιρανική πόλη-φάντασμα Bad City και ακολουθεί τις διαδρομές ενός μοναχικού βαμπίρ. Η νεαρή κοπέλα ακούει μουσική στο διαμέρισμά της, κάνει σκέιτμπορντ και κυκλοφορεί στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής της πόλης. Οι δρόμοι της ενώνονται με μια άλλη μοναχική ψυχή, έναν φτωχό άντρα που αναγκάζεται να μπλέξει με παράνομες καταστάσεις για να επιβιώσει μιας δύσκολης οικογενειακής συνθήκης.
Ο τρόπος που τέτοιοι χαρακτήρες του περιθωρίου έρχονται μαζί μέσω μιας κοινής ανάγκης και αλληλοκατανόησης είναι από τα βασικά χαρακτηριστικά του σινεμά της Αμιρπούρ, όπως εκφράστηκε τόσο από το «Επικίνδυνη Συμμορία» όσο κι από το μετέπειτα «Mona Lisa and the Blood Moon», αμφότερα με παρουσία στο Διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας. Χαρακτήρες πολύχρωμοι αλλά και τρομερά πληγωμένοι, με ικανότητες-κατάρες που φλερτάρουν με τα όρια του μεταφυσικού, και που ενώνουν τις μοναξιές τους έξω από τα τείχη της όποιας κανονικότητας.
Κάτι που εκφράζεται με τον πλέον νέον ποπ, πολύχρωμο τρόπο στο «Επικίνδυνη Συμμορία», τη δεύτερη ταινία της, για την οποία κατάφερε να προσελκύσει αρκετά πρώτης γραμμής ονόματα καθώς και τη θέση στη Βενετία– όπου και κέρδισε και το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής μάλιστα, σε μια εξαιρετικά τολμηρή απόφαση.
Η Αμιρπούρ γνώρισε τον Έντι Μορέτι, παραγωγό του Vice, σε ένα σκοτεινό μεξικάνικο εστιατόριο και του πρότεινε την ιδέα της ταινίας. Ο Μορέτι την ήξερε από το ντεμπούτο της και άκουσε με ενδιαφέρον το πιτσάρισμα. Η ακριβής φράση που χρησιμοποίησε η Αμιρπούρ για να του πουλήσει την ταινία της; «Ένας κανίβαλος ερωτεύεται το επόμενο γεύμα του». Ο Μορέτι της απάντησε κατευθείαν πως αν το κάνει έγχρωμο και στα αγγλικά, έχουν συμφωνία. Κι η Αμιρπούρ το έκανε έγχρωμο… και κάτι ακόμα παραπάνω.
Η ταινία διαδραματίζεται σε ένα ακαθόριστο παρόν/μέλλον, σε μια μετα-αποκαλυπτική έρημο έξω από τον πολιτισμό, έξω από τους Φράχτες όπου πετάγονται σταμπαρισμένοι όλοι οι απόβλητοί: οι άρρωστοι, οι περίεργοι, οι αντιρρησίες, οι αντισυμβατικοί, οι μετανάστες– ό,τι δεν συμβαδίζει με τη νόρμα, αποβάλλεται κι αφήνεται εκεί να επιβιώσει. Σημαντικό δε πως παρόλο που η ταινία έκανε πρεμιέρα λίγους μήνες πριν την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, οδηγώντας φυσικά πολύ κόσμο να συνδέσει το τείχος του φιλμ με τον Φράχτη του Τραμπ, αξίζει να υπογραμμίσουμε πως τέτοια τείχη υπάρχουν όλο και περισσότερα παντού στον κόσμο, μετατρέποντας το σύμπαν της ταινίας σε κάτι το οικουμενικό.
Εκεί έξω λοιπόν, ο κανίβαλος Τζέισον Μομόα (ανάμεσα στο «Game of Thrones» και το «Aquaman»), γυμνάζεται, ζωγραφίζει, κι αφήνει τις μέρες να περνούν. Συναντά την Σούκι Γουότερχαους (μοντέλο / ηθοποιός / τραγουδίστρια) η οποία έχει μόλις αποβληθεί από την Καλή Πλευρά και εκεί καλείται να επιβιώσει κόντρα σε κάθε εμπόδιο. Σε αυτή την μετα-Αμερικάνα έρημο σχηματίζονται διάφορες μικροκοινότητες, ενώ υπάρχουν διάφορες αξιομνημόνευτες φιγούρες που παίζουν τον δικό τους ρόλο– όπως ο Τζιμ Κάρεϊ κι ο Κιάνου Ριβς.
Όμως είναι ο Μομόα κι η Γουότερχαους που σχηματίζουν ένα απίστευτα φωτογενές ζευγάρι, καθώς αρχίζουν να έρχονται κοντά υπό μια ευρύτερη κοινωνική απειλή αλλά και τους ήχους της πιο κολλητικής και πολυσυλλεκτικής ποπ μουσικής συλλογής. Το φως τούς λούζει και για μερικές λιγοστές στιγμές μοιάζει σαν όλα να είναι με το μέρος τους.
Η Αμιρπούρ ενώνει εδώ ένα σωρό κινηματογραφικές αναφορές της, από τα σπαγγέτι γουέστερν μέχρι χολιγουντιανές περιπέτειες σαν το «Κυνηγώντας το Πράσινο Διαμάντι», κι από ευφυείς παρωδίες σαν το «Princess Bride» μέχρι το «El Topo». Σε άλλο κόσμο θα θυμίσει κάτι από Ταραντίνο, κάτι από Τζορτζ Μίλερ, ακόμα και κάτι από Χάρμονι Κορίν. Μέσα από αυτό το σινεφιλικό μίγμα προκύπτει ένα pop gore περιπετειώδες ρομαντικό παραμύθι(!) για την αγριότητα, την ασχήμια και την ομορφιά της Αμερικής– της χώρας αλλά και της ιδέας.
«Είναι ένα περιπετειώδες παραμύθι στην έρημο», λέει η Αμιρπούρ για την ταινία της. «Αγαπώ πολλά πράγματα στην Αμερική, αλλά δεν είναι όμορφα πράγματα. Η ταινία είναι ένα όνειρο, μια περιπέτεια, χωρίς καμία υπακοή στην πραγματική ανατομία του κόσμου», καταλήγει. Κι είναι ακριβώς σε αυτή την τομή που προκύπτει ένα φιλμ πανέμορφα ρομαντικό αλλά και σκληρό και βίαιο σε ακραίο βαθμό, με τρόπο φαινομενικά αντιφατικό.
Εκεί ακριβώς χτίστηκε το καλτ της, εκεί γεννήθηκε η αγάπη πολλών προς το φιλμ, αλλά και η αντιπάθεια άλλων. Είναι ένα φιλμ που δίχασε στην πρεμιέρα του κι ακόμα διχάζει, ένας αγνός κινηματογραφικός παραλογισμός που βραβεύτηκε στη Βενετία ξεσηκώνοντας έτσι θετικές και αρνητικές αντιδράσεις την ίδια στιγμή. Τελικά όμως, μια κατάσταση τόσο απόλυτης σύγχυσης, απόγνωσης, αλλά και ρομαντισμού και ελπίδας που μπορεί να βιώνει ένας άνθρωπος σήμερα, να μην υπάρχει άλλος τρόπος να εκφραστεί κινηματογραφικά από ό,τι αυτός.
Το «Επικίνδυνη Συμμορία» είναι ένα περιθωριακό ποτ πουρί σινεμά πόνου και συντροφικότητας, πλημμυρισμένο στην ποπ, στο νέον και στο φως. Για να είμαστε ειλικρινείς, είναι ένα σινεμά που έχουμε ανάγκη να υπάρχει.