Στα μέσα της δεκαετίας του ‘80, ο Ακίρα Κουροσάβα βρισκόταν ήδη στα 75, έβλεπε κάπως την καριέρα του να ξαναπαίρνει τα πάνω της με το «Kagemusha» («Καγκεμούσα, ο Ίσκιος του Πολεμιστή») και τη βοήθεια εξ Αμερικής στις παραγωγές του, για τους περισσότερους όμως θεωρούνταν πως είχε ήδη δώσει τις μεγάλες του ταινίες. Η δουλειά του, ειδικά τη δεκαετία του ‘50 και του ‘60, κέρδισε άνετα τη μάχη με το χρόνο, ταινίες όπως το «Ikiru» («Ο καταδικασμένος»), το «Ρασομόν» και οι «Επτά Σαμουράι» συγκαταλέγονται συχνά στις λίστες με τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών, και ο ίδιος ήταν ο μοναδικός ίσως Ιάπωνας σκηνοθέτης που γνώρισε το δυτικό κοινό, αν αυτό δεν είχε ειδικές γνώσεις πάνω στο σινεμά.
Με αυτά τα δεδομένα, ο Κουροσάβα γύρισε τελικά αυτή που αναγνωρίστηκε ως η πιο μεγαλοπρεπής και φιλόδοξη δημιουργία του, ένα έπος που βασίστηκε πάνω στον Βασιλιά Λιρ. Οι προσεκτικά χορογραφημένες μάχες, η ανυπέρβλητη ικανότητα του Κουροσάβα στην κίνηση της κάμερας στον χώρο και ο αδιανόητος αριθμός πρωτότυπων κοστουμιών, έδωσαν στιγμές απερίγραπτης ομορφιάς οι οποίες έφτασαν ευτυχώς σε έναν τεράστιο αριθμό θεατών, κάνοντας την ταινία την πιο αναγνωρίσιμη του σκηνοθέτη ως σήμερα.
Ξεπερνώντας την επιρροή που είχε στο καλλιτεχνικό σινεμά τη δεκαετία του ‘80, η ταινία συνεχίζει να επηρεάζει κοινό και καλλιτέχνες ως σήμερα και να γεννά αναλύσεις. Με μια πρόχειρη αναζήτηση, μπορεί κάποιος να βρει video essays που μας παρουσιάζουν αυτό το οπτικό θαύμα – το πρώτο από αυτό έχει τον τίτλο «η πιο όμορφη ταινία που γυρίστηκε», φράση στην αλήθεια της οποίας πολλοί ορκίζονται ως σήμερα.