Το έργο του στιγμάτισε διαδοχικές γενιές σκηνοθετών από όλο τον κόσμο, ενώ το γκανγκστερικό φιλμ οφείλει την ύπαρξή του σε αυτόν. Πριν δούμε τις ταινίες του στο Cinobo, διαβάζουμε 10 λεπτομέρειες για τη ζωή του μεγάλου κινηματογραφιστή.
Με δεκατρείς μεγάλου μήκους ταινίες σε ένα χρονικό διάστημα εικοσιπέντε ετών και μια καριέρα η οποία διακόπηκε απροσδόκητα από τον αιφνίδιο θάνατό του μόλις στα 55 κι ενώ ετοίμαζε την επόμενη ταινία του, ο Ζαν-Πιέρ Μελβίλ υπήρξε επιδραστικός όσο λίγοι στην ιστορία του παγκόσμιου σινεμά, αν και αυτή η επιρροή αναγνωρίζεται μεν, αλλά δεν εκτιμάται όσο ενδεχομένως εκείνη άλλων ομοεθνών και ομοτέχνων του. Κι όμως. Το έργο του στιγμάτισε τόσο τη νουβέλ βαγκ, όσο και διαδοχικές γενιές σκηνοθετών στην άλλη άκρη του Ατλαντικού και στην Ασία, ενώ ένα ολόκληρο κινηματογραφικό είδος, αυτό του γκανγκστερικού φιλμ, οφείλει στον Μελβίλ όχι μόνο το αλφάβητο, τη γραμματική και το συντακτικό του, αλλά και το coolness και την αναπόδραστη γοητεία του.
Πέντε από τις πιο χαρακτηριστικές ταινίες του Μελβίλ εντάσσονται στο Cinobo και για να γιορτάσουμε αυτή την πολύτιμη προσθήκη, παραθέτουμε δέκα trivia για τον σκηνοθέτη και το μοναδικό έργο του:
1. Λίγοι γνωρίζουν ότι το Μελβίλ ήταν ψευδώνυμο και ο γαλλικός τονισμός παραπλανά ως προς την πηγή έμπνευσής του. Ο γεννημένος στην Αλσατία Ζαν-Πιερ Γκρουμπάχ επέλεξε το επώνυμο του αγαπημένου του Αμερικανού συγγραφέα Χέρμαν Μέλβιλ, όχι (μόνο) ως ψαγμένη αναφορά ή λόγω του θαυμασμού προς το έργο του, αλλά και για την επιβίωσή του, αφού με αυτό το ψευδώνυμο δρούσε ως μέλος της γαλλικής αντίστασης κατά τη διάρκεια της κατοχής της χώρας από τους Ναζί στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
2. Ήταν ένας από τους πρώτους ανεξάρτητους κινηματογραφιστές στη Γαλλία, αν όχι ο πρώτος. Όταν μετά τον πόλεμο, απορρίφθηκε η αίτησή του για να γίνει βοηθός σκηνοθέτη, ο Μελβίλ ίδρυσε τη δική του κινηματογραφική εταιρεία. Ένα χρόνο μετά γυρίζει το πρώτο (και μοναδικό) μικρού μήκους ντοκιμαντέρ της καριέρας του με θέμα το 24ωρο ενός κλόουν, και το 1948 κάνει το ντεμπούτο του στη μυθοπλασία με την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, τη «Σιωπή της Θάλασσας» που έστρεψε τα βλέμματα της κριτικής πάνω του.
3. Ονομάστηκε «πατέρας» ή «νονός» της νουβέλ βαγκ, γιατί η ανεξάρτητη παραγωγή των ταινιών του, η νατουραλιστική όσο και παιγνιώδης προσέγγιση στη σκηνοθεσία και η αγάπη του για παρεξηγημένα είδη σινεμά της άλλης πλευράς του Ατλαντικού όπως τα φιλμ νουάρ, κέντρισαν το ενδιαφέρον της ομάδας των κριτικών των Cahiers du Cinema. Κι όταν αυτή η ομάδα πέρασε λίγα μόλις χρόνια μετά στη σκηνοθεσία και σχημάτισε τον πυρήνα του κινήματος που άλλαξε τα πάντα, η επιρροή του Μελβίλ ήταν εμφανής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα jump cuts στο «Μπομπ, ο Χαρτοπαίχτης» που έγιναν βασική σκηνοθετική επιλογή για τον Γκοντάρ στο «Με Κομμένη την Ανάσα».
4. Στον Ζαν Λικ Γκοντάρ, άλλωστε, οφείλεται και το σπάνιο και εμβληματικό πέρασμα του Μελβίλ μπροστά από την κάμερα στο «Με Κομμένη την Ανάσα», που δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ως η αναγνώριση από τον πρώτο της επιρροής του δεύτερου σ’ αυτό το νέο κύμα που ερχόταν να ανανεώσει την κινηματογραφική γλώσσα. Ως Περβουλεσκό, ο Μελβίλ ξεστομίζει την θεμελιώδους σημασίας ατάκα στο γκονταρικό έργο «Θέλω να γίνω αθάνατος και μετά να πεθάνω». Προφητικό και για τους δύο.
5. Μερικοί σκηνοθέτες που έχουν δηλώσει θαυμαστές του Μελβίλ κι έχουν επηρεαστεί από το έργο του: Μάρτιν Σκορσέζε, Κουέντιν Ταραντίνο, Βέρνερ Χέρτσογκ, Νιλ Τζόρνταν, Τζιμ Τζάρμους, Πολ Τόμας Άντερσον, Μάικλ Μαν, Σεϊτζούν Σουτζούκι, Τακέσι Κιτάνο, Τζόνι Το, Κλοντ Σαμπρόλ, Κάρλος Ρεϊγάδας, Ολιβιέ Ασαγιάς, Άκι Καουρισμάκι και αδερφοί Νταρντέν (!)
6. «Πιστεύω σε έναν δικό μου κόσμο. Πιστεύω στην αδελφότητα και σε ό,τι τη συνοδεύει. Όπως η τιμή, η πίστη και η φιλία. Ο λόγος που το «Ο Κόκκινος Κύκλος» είναι μια κλασική γκανγκστερική ταινία, είναι επειδή ενσαρκώνει αυτό το είδος ρομαντισμού. Ο Μέλβιλ, ένας κύριος που πίστευε στη φιλοσοφία (όπως η ασιατική φιλοσοφία) του κώδικα τιμής, μπορούσε να μοντάρει μια ταινία και να δουλέψει μια κάμερα όπως κανένας άλλος. Μου έχει δώσει στιγμές έμπνευσης που έχω χρησιμοποιήσει για τις ταινίες μου». Ένας μύθος (ο Τζον Γου) υποκλίνεται σε έναν άλλο μύθο.
7. Συνεργάστηκε με την αφρόκρεμα της ευρωπαϊκής ανδρικής υποκριτικής, αφού όλοι οι διάσημοι σταρ έσπευσαν να γίνουν μέρος του ακαταμάχητα cool σύμπαντος του σκηνοθέτη. Δεν είναι μόνο οι Ζαν-Πολ Μπελμοντό και Αλέν Ντελόν που βρήκαν στις ταινίες του Μελβίλ μερικούς από τους πιο εμβληματικούς τους ρόλους, αλλά και ο Ιβ Μοντάν, ο Μισέλ Πικολί, ο Λίνο Βεντούρα, ο Τζιαν Μαρία Βολοντέ και ο Ζαν-Πιερ Κασέλ. Κι αν μάλλον καμία ταινία του Μελβίλ δεν περνά το Bechdel test, οι Σιμόν Σινιορέ, Κατρίν Ντενέβ και Εμμανουέλ Ριβά έγιναν επιτυχημένα το αντίβαρο.
8. Τα γυρίσματα ήταν το χειρότερο κομμάτι της σκηνοθετικής διαδικασίας για τον Μελβίλ και δεν είναι λίγες οι μαρτυρίες για απόκοσμη ή ακόμα και εχθρική συμπεριφορά απέναντι στα μέλη του συνεργείου ή τους ηθοποιούς του. Στον «Μπάτσο» πέρασε όλη τη διάρκεια των γυρισμάτων αποκομμένος από όλους σε μια καμπίνα, ενώ δεν αντάλλαξε ούτε μία κουβέντα με τον Λίνο Βεντούρα στο σετ της «Μεγάλης Στρατιάς των Αφανών Ηρώων». Στον «Κόκκινο Κύκλο», μάλιστα, έκανε τόσο έξαλλο τον Τζιαν-Μαρία Βολοντέ που ο Ιταλός ηθοποιός αποχώρησε από τα γυρίσματα κι επέστρεψε μόνο μετά από την παρέμβαση του Αλέν Ντελόν.
9. Σήμερα θεωρείται ένα από τα αριστουργήματά του (αν όχι η καλύτερη ταινία του), όταν όμως έκανε πρεμιέρα «Η Μεγάλη Στρατιά των Αφανών Ηρώων» το 1969, αντιμετωπίστηκε με εχθρότητα και αρνητικές κριτικές στη Γαλλία, ειδικά από τα Cahiers du Cinema που άλλοτε αποθέωναν τον σκηνοθέτη. Αιτία; Ο Σαρλ ντε Γκολ. Ένα χρόνο μετά τον Μάη του ‘68, μια ταινία που παρουσίαζε τον τότε Πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας ως έναν από τους ήρωες της Αντίστασης ήταν μάλλον κακό timing. Η ταινία ήταν μια από τις λίγες εμπορικές αποτυχίες του Μελβίλ, δεν προβλήθηκε ποτέ στην Αμερική και για πολλά χρόνια θεωρούνταν εξαιρετικά δυσεύρετη, με μόνο μία διαθέσιμη κόπια στα πρόθυρα της αχρηστίας από τις πολλές προβολές. Μετά από μια θεαματική αποκατάσταση στις αρχές του νέου αιώνα η ταινία έγινε ξανά διαθέσιμη στο κοινό και η πρεμιέρα της στην Αμερική το 2006, σχεδόν σαράντα χρόνια μετά, έγινε δεκτή με τόσο ενθουσιασμό, που «Η Μεγάλη Στρατιά των Αφανών Ηρώων» βρέθηκε σε πολλές λίστες με τις καλύτερες ταινίες εκείνης της χρονιάς.
10. «Δεν ξέρω τι θα μείνει από μένα σε πενήντα χρόνια από τώρα. Υποψιάζομαι ότι όλες οι ταινίες θα έχουν γεράσει τρομερά και ότι ο κινηματογράφος μάλλον δεν θα υπάρχει καν πια. Η εικασία μου είναι ότι η οριστική εξαφάνιση των κινηματογράφων θα γίνει γύρω στο 2020, οπότε σε πενήντα χρόνια δεν θα υπάρχει τίποτα άλλο εκτός από την τηλεόραση. Λοιπόν, θα ήμουν ευτυχής αν είχα μια γραμμή στη Μεγάλη Οικουμενική Εγκυκλοπαίδεια του Κινηματογράφου, και νομίζω ότι αυτή είναι η φιλοδοξία που πρέπει να έχει κάθε κινηματογραφιστής.»
Ο Ζαν-Πιερ Μελβίλ προβλέπει το μέλλον (του) σε πενήντα χρόνια. Το μόνο σίγουρο είναι ότι έχει παραπάνω από μία γραμμή.